- τέρμινο
- τέρμινο, το και τέρμενο, το(λ. λατ.), μονάδα χρόνου (ημέρα, εβδομάδα, μήνας, έτος): Σε τρία τέρμινα θα παντρευτείς.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τέρμινο — το, Ν 1. απροσδιόριστη μονάδα χρόνου, όπως ημέρα, εβδομάδα, μήνας και, κυρίως, έτος 2. φρ. «σε τρία τέρμινα» σε άδηλο χρόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. terminus < termen, inis «τέρμα» (βλ. και λ. τέρμα)] … Dictionary of Greek